Με βάση παραδείγματα περισσότερο γνωστά από άλλες περιοχές της αρχαίας Ηπείρου, τεκμαίρεται ότι οι Ηπειρώτες της ύστερης εποχής του Χαλκού και της πρώϊμης εποχής του Σιδήρου ήταν εγκατεστημένοι σε χωριά, ασχολούμενοι με τη γεωργία και κυρίως με την κτηνοτροφία. Κατοικούσαν σε πολύ απλά σπίτια από ξερολιθιά, τουλάχιστον στα θεμέλια, συνήθως μονόχωρα. Πολλοί από αυτούς ζούσαν νομαδική ζωή και ασκούσαν το μεταπρατισμό στα κέντρα των πεδινών περιοχών, που τα αποτελούσαν οι αποικίες και οι μόνιμοι αγροτικοί οικισμοί. Παράλληλα, στα ορεινά της Πίνδου υπήρχαν και ημιμόνιμοι κτηνοτροφικοί οικισμοί.
 |
Χειροποίητη κεραμική
μυκηναϊκής απομίμησης
από την Καστρίτσα |
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τις παραπάνω θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων πιστοποιούν ομοίως την οργάνωση των πληθυσμιακών ομάδων «κατά κώμας», δηλαδή την εγκατάσταση των κατοίκων σε μικρότερους ή μεγαλύτερους οικισμούς, κατά κανόνα μόνιμους και πιθανότατα ατείχιστους, όπου ζούσαν σε απλά σπίτια. Οι ομάδες αυτές ασκούσαν ένα μεικτό σύστημα οικονομίας (κτηνοτροφία και μικρές καλλιέργειες), παραγωγική διαδικασία που ενθαρρύνεται από το χαμηλό υψόμετρο του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, το κλίμα, και τη γεωμορφολογία, παράγοντες που ευνοούν την οικιστική και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Συγχρόνως επιτρέπουν την απόκλιση από το γνωστό σχήμα της νομαδικής ζωής των ορεινών πληθυσμών της Πίνδου «θέρος στα ορεινά-χειμώνας στα πεδινά» και διευκολύνουν την εγκατάσταση στο λεκανοπέδιο κτηνοτρόφων που ασκούν και περιορισμένης έκτασης γεωργία, πρακτική που ακολουθείται στο λεκανοπέδιο ως τις μέρες μας.
Τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι επαρκή για την ανασύσταση της εικόνας της κοινωνικής οργάνωσης των πληθυσμιακών ομάδων του λεκανοπεδίου. Τα ευρήματα όμως από οικισμούς και τάφους της αυτής περιόδου από άλλες περιοχές της Ηπείρου πιστοποιούν την οργάνωση κατά γένη ή πατριές και κάποια στοιχειώδη κοινωνική διαστρωμάτωση με την ύπαρξη αρχηγών. Για το πολιτισμικό πλαίσιο αρκετές είναι οι ενδείξεις από το εμπόριο, που ασκείται τόσο με το νότο όσο και με το βορρά, όπως φανερώνουν εισηγμένα είδη βιοτεχνίας, ενώ παράλληλα διαφαίνεται και η ύπαρξη τοπικών βιοτεχνιών, όπως υποδηλώνουν οι τοπικές απομιμήσεις αγγείων και όπλων καθώς και η κατασκευή της χαρακτηριστικής τοπικής κεραμικής.
Ο αριθμός των θέσεων της ύστερης εποχής του Χαλκού και της πρώϊμης εποχής του Σιδήρου που εντοπίστηκαν μέχρι σήμερα δεν πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικός των εγκαταστάσεων που θα υπήρξαν στην αρχαιότητα, δεδομένου ότι, έως και πριν από τις επεμβάσεις των τελευταίων δεκαετιών, το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, με τα πηγαία ύδατα, τις λιμναίες, ελώδεις πεδινές και ημιορεινές εκτάσεις στις τριγύρω λοφοσειρές και στις πλαγιές του Μιτσικελιού, αποτελούσε ένα ξεχωριστό οικοσύστημα, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Ο πλούτος του οικοσυστήματος εξυμνείται με παραστατικό τρόπο σε απόσπασμα ποιήματος του Ησιόδου (Ηοίαι, 134.1) για την αρχαία Ελλοπία, με την οποία ταυτίστηκε, ήδη από τον περασμένο αιώνα, το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων: « στην Ελλοπία με τα πολλά και ωραία λιβάδια, πλούσια σε πρόβατα και βόδια ζούσαν μυριάδες θνητών ανθρώπων».
Το παραπάνω απόσπασμα του Ησιόδου χρονολογείται περί το 700 π. Χ., όταν ήδη στην Ήπειρο έχει εγκατασταθεί το Ηπειρωτικό φύλο των Μολοσσών και το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων αποτελεί το κέντρο της αρχαίας Μολοσσίας. Οι Μολοσσοί μετακινήθηκαν από την κοιτίδα τους, τη Δυτική Μακεδονία και τη Βόρεια Ήπειρο, κατά τον 12ο αι. π. Χ., και εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική Ήπειρο, περίπου εντός των ορίων του σημερινού Νομού Ιωαννίνων, εκτοπίζοντας τους παλαιότερους κατοίκους Θεσπρωτούς, επί των οποίων επικράτησαν οριστικά στα τέλη του 5ου αι. π. Χ. Ο 12ος αιώνας θεωρείται εποχή αναστατώσεων για την Ήπειρο, γιατί συνδέεται με την εισβολή και τις μετακινήσεις των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία υποχρεώθηκαν κάτω από την πίεση άλλων βορειότερων φύλων να μεταναστεύσουν νοτιότερα. Οι αναστατώσεις αυτές συνεχίζονται, όπως και στη νότια Ελλάδα, και στον 11ο αιώνα και χαρακτηρίζουν τη μεταβατική περίοδο μεταξύ της ύστερης εποχής του Χαλκού και της πρώϊμης εποχής του Σιδήρου. Τις μετακινήσεις των φύλων κατά την περίοδο αυτή η αρχαία γραπτή παράδοση συνδέει με την κάθοδο των Δωριέων (Ηρόδοτος, 1,56).
 |
Χειροποίητα πήλινα
αγγεία με πλαστική
διακόσμηση
από την Κρύα |
Επειδή το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων είχε όλες τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στις περιοχές εγκατάστασης των μολοσσικών φύλων, είναι προφανές ότι ο μεγάλος αριθμός των εντοπισμένων θέσεων κατά την παραπάνω περίοδο έχει σχέση και με τις μετακινήσεις αυτές. Προς το παρόν δεν έχουν διαπιστωθεί ανασκαφικά οικισμοί αποκλειστικά της πρώϊμης εποχής του Σιδήρου που να συνδέονται μόνον με εγκαταστάσεις των Μολοσσών. Ως εκ τούτου, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, προκύπτει ότι τουλάχιστον οι περισσότερες εγκαταστάσεις που εντοπίστηκαν συνεχίζουν την οικιστική παράδοση της εποχής του Χαλκού. Σε ορισμένες μάλιστα, η παράδοση αυτή ανάγεται ακόμα παλαιότερα, στους νεολιθικούς και παλαιολιθικούς χρόνους ( Καστρίτσα).